κακομαθαίνω — κακομαθαίνω, κακόμαθα, κακομαθημένος βλ. πίν. 176 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κακομαθαίνω — 1. μαθαίνω κάτι κακώς, ατελώς 2. αποκτώ κακή συνήθεια, κακοσυνηθίζω 3. κάνω κάποιον να αποκτήσει κακές συνήθειες («μην κακομαθαίνεις τα παιδιά») 4. (μτχ. μέσ. παρακμ.) κακομαθημένος, η, ο α) αυτός που έχει πάρει κακή ανατροφή, που έχει αποκτήσει… … Dictionary of Greek
κακομαθαίνω — κακόμαθα, κακομαθημένος 1. μαθαίνω κάτι στραβά: Το κακόμαθες το τραγούδι. 2. αποκτώ κακή συνήθεια: Έχει κακομάθει στην τεμπελιά. 3. κακοσυνηθίζω κάποιον: Μ αυτά που κάνεις το κακομαθαίνεις το παιδί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
κακοσυνηθίζω — 1. (αμτβ.) αποκτώ κακές συνήθειες, κακομαθαίνω 2. (μτβ.) κάνω κάποιον να αποκτήσει κακές συνήθειες … Dictionary of Greek
μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… … Dictionary of Greek
καλομαθαίνω — 1 καλόμαθα, καλομαθημένος βλ. πίν. 176 2 καλοέμαθα βλ. πίν. 176 Σημειώσεις: καλομαθαίνω : ο τύπος καλόμαθα αντιστοιχεί στην έννοια → κακομαθαίνω, ενώ το καλοέμαθα στην έννοια → μαθαίνω κάτι καλά … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κακοσυνηθίζω — ισα, κακοσυνηθισμένος 1. αμτβ., κακομαθαίνω, αποκτώ κακές συνήθειες: Κακοσυνήθισε στο ξενύχτι και δεν μπορεί να κοιμηθεί εύκολα. 2. μτβ., κάνω κάποιον να αποκτήσει κακές συνήθειες: Τον κακοσυνήθισες με το μεγάλο χαρτζιλίκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)