κακομαθαίνω

κακομαθαίνω
(αόρ. (ε)κακόμαθα и κακοέμαθα) 1. μετ.
1) баловать; портить (кого-л.); τον κακοέμαθες (или κακόμαθες) ты избаловал его; 2) плохо усваивать, выучивать (что-л.), недостаточно овладевать (чём-л.);

την έχει κακομάθει την τέχνη — он недостаточно овладел ремеслом;

2. αμετ. приобретать дурные привычки; научиться дурному;

κακομαθαίνω στην τεμπελιά — привыкать лодырничать, бездельничать;

κακομαθαίνω στην καλοπέραση — привыкать к лёгкой жизни, избаловаться


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κακομαθαίνω" в других словарях:

  • κακομαθαίνω — κακομαθαίνω, κακόμαθα, κακομαθημένος βλ. πίν. 176 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κακομαθαίνω — 1. μαθαίνω κάτι κακώς, ατελώς 2. αποκτώ κακή συνήθεια, κακοσυνηθίζω 3. κάνω κάποιον να αποκτήσει κακές συνήθειες («μην κακομαθαίνεις τα παιδιά») 4. (μτχ. μέσ. παρακμ.) κακομαθημένος, η, ο α) αυτός που έχει πάρει κακή ανατροφή, που έχει αποκτήσει… …   Dictionary of Greek

  • κακομαθαίνω — κακόμαθα, κακομαθημένος 1. μαθαίνω κάτι στραβά: Το κακόμαθες το τραγούδι. 2. αποκτώ κακή συνήθεια: Έχει κακομάθει στην τεμπελιά. 3. κακοσυνηθίζω κάποιον: Μ αυτά που κάνεις το κακομαθαίνεις το παιδί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

  • κακοσυνηθίζω — 1. (αμτβ.) αποκτώ κακές συνήθειες, κακομαθαίνω 2. (μτβ.) κάνω κάποιον να αποκτήσει κακές συνήθειες …   Dictionary of Greek

  • μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… …   Dictionary of Greek

  • καλομαθαίνω — 1 καλόμαθα, καλομαθημένος βλ. πίν. 176 2 καλοέμαθα βλ. πίν. 176 Σημειώσεις: καλομαθαίνω : ο τύπος καλόμαθα αντιστοιχεί στην έννοια → κακομαθαίνω, ενώ το καλοέμαθα στην έννοια → μαθαίνω κάτι καλά …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κακοσυνηθίζω — ισα, κακοσυνηθισμένος 1. αμτβ., κακομαθαίνω, αποκτώ κακές συνήθειες: Κακοσυνήθισε στο ξενύχτι και δεν μπορεί να κοιμηθεί εύκολα. 2. μτβ., κάνω κάποιον να αποκτήσει κακές συνήθειες: Τον κακοσυνήθισες με το μεγάλο χαρτζιλίκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»